- ευκινησία
- Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα.
(Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική ενέργεια των φορτισμένων σωματιδίων μπορεί να μεταβάλλεται συνεχώς και να αποκτήσει πολύ μεγάλες τιμές. Όταν, όμως, τα φορτισμένα σωματίδια κινούνται σε ένα στερεό, υγρό ή αέριο, τότε εξαιτίας των κρούσεων η κινητική τους ενέργεια δεν μπορεί να αυξηθεί απεριόριστα. Σύμφωνα με την κλασική φυσική τα ηλεκτρόνια, για παράδειγμα, χάνουν ενέργεια εξαιτίας των κρούσεών τους με τα άτομα του μέσου, ενώ σύμφωνα με την κυματομηχανική ανακλώνται σε μη περιοδικές βαθμίδες δυναμικού και χάνουν ενέργεια από τα ανακρουόμενα άτομα. Η ροή των φορτισμένων σωματιδίων συχνά μπορεί να περιγραφεί ως συνάρτηση μιας μέσης ταχύτητας μετάθεσης V0. Σε πολλές περιπτώσεις έχει βρεθεί ότι, εφόσον η θερμοκρασία παραμένει σταθερή, η μέση αυτή ταχύτητα είναι ανάλογη προς την ένταση του εξωτερικού πεδίου και έχει το ίδιο ή αντίθετο σημείο προς αυτήν: VD = ± μΕ, όπου μ η ε. του σωματιδίου και Ε η ένταση του πεδίου (το + ισχύει για θετικά φορτία και το - για αρνητικά). Για παράδειγμα, τα ηλεκτρόνια μέσα σε χαλκό έχουν ε. 43,5.10-4m2V-1 sec-1, επομένως για μια τιμή του πεδίου 0,1 V/m μέσα σε ένα χάλκινο σύρμα η ταχύτητα των ηλεκτρονίων είναι περίπου 0,4 mm/sec. H ε. των ιόντων που κινούνται μέσα στα αέρια είναι πολύ μεγαλύτερη από την ε. των ιόντων των διαλυμάτων και την ε. των ιόντων στα στερεά γιατί στα αέρια η τριβή είναι πολύ μικρότερη. Για παράδειγμα η ε. ηλεκτρονίων που κινούνται στον αέρα είναι περίπου 1/10 m2v-1sec-1 πολύ μεγαλύτερη δηλαδή από την ε. τους στα μέταλλα.
* * *η (ΑΜ εὐκινησία) [ευκίνητος]1. η ιδιότητα τού ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)2. η ευστροφία τής διάνοιας, τής σκέψης.
Dictionary of Greek. 2013.